ανοσμία

ανοσμία
η
η απώλεια της όσφρησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αοσμία — ἀοσμία, η (Α) η ανοσμία* …   Dictionary of Greek

  • ημιανοσμία — η ιατρ. απώλεια τής όσφρησης από τον ένα ρώθωνα, συνήθως ύστερα από ατύχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemianosmia < hemi (πρβλ. ημι *) + anosmia (πρβλ. ανοσμία)] …   Dictionary of Greek

  • όσφρηση — Αίσθηση της αντίληψης, των οσμών. Το ειδικό σύστημα υποδοχής των ερεθισμάτων εντοπίζεται στο ψηλότερο μέρος των ρινικών κοιλοτήτων όπου ο βλεννογόνος (οσφρητικός βλεννογόνος) περιλαμβάνει ειδικά επιμήκη νευρικά κύτταρα με δύο αποφυάδες· η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”